- ἐπαρκοῦσαν
- ἐπαρκέωto be strong enough forpres part act fem acc sg (attic epic doric)ἐπαρκέωto be strong enough forpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαρχή — ἐπαρχή, η (Α) επιγρ. 1. η συνεισφορά χρημάτων στο κοινό ταμείο, όταν κάποιος αναλάμβανε κάποια αρχή, ή προς τον δήμο, κάθε φορά που οι εισπράξεις δεν επαρκούσαν για την αντιμετώπιση τών αναγκών του 2. απαρχή* … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
Βρετανικό Μουσείο — (British Museum). Μουσείο του Λονδίνου, στην Αγγλία. Είναι ένα από τα περιφημότερα και μεγαλοπρεπέστερα μουσειακά συγκροτήματα του κόσμου, όχι μόνο για την ποικιλία των συλλογών του αλλά και για την έκταση και την αξία τους. Ιδρύθηκε με απόφαση… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκόνου (Αγροτομουσείο) — Το Αγροτομουσείο της Μυκόνου, με επίκεντρο το Μύλο του Μπόνη, ο οποίος είναι ένα από τα γνωστότερα και περισσότερο φωτογραφημένα ιστορικά μνημεία της Μυκόνου, λειτουργεί ως παράρτημα του Λαογραφικού Μουσείου, καταλαμβάνοντας μία έκταση δύο… … Dictionary of Greek